περιτεχνησις

περιτεχνησις
    περιτέχνησις
    περι-τέχνησις
    -εως ἥ находчивость, хитрость Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "περιτεχνησις" в других словарях:

  • περιτέχνησις — ήσεως, ἡ, Α [περιτεχνώμαι] 1. έξοχη, εξαίρετη τέχνη 2. τέχνασμα, πανουργία, δόλος …   Dictionary of Greek

  • περιτεχνήσει — περιτέχνησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιτεχνήσεϊ , περιτέχνησις fem dat sg (epic) περιτέχνησις fem dat sg (attic ionic) περιτεχνάομαι contrive with greatcunning fut ind mp 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτέχνησιν — περιτέχνησις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτεχνήσεως — περιτεχνήσεω̆ς , περιτέχνησις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»